- ομογάστωρ
- ὁμογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)ομογάστριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο-γάστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμογάστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογαστόρων — ὁμογάστωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογάστορα — ὁμογάστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογάστορας — ὁμογάστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογάστορες — ὁμογάστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
ογάστωρ — ὀγάστωρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάστωρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ομο γάστωρ] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek